παραζώ

παραζώ
-άω, Α
1. ζω κοντά σε κάποιον ή ως εξάρτημα κάποιου («ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα», Πλούτ.)
2. ζω χωρίς ασχολία ή δράση
3. ζω μάταια, ανώφελα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”